ανθρωπονομικός

ανθρωπονομικός
ἀνθρωπονομικός, -ή, -όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α)
ανθρωπονομική (τέχνη)
η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους
«τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος ἀνθρωπονομικῆς», «τὸ δ' ἀπὸ τούτου τμῆμα, ἐπὶ ποίμνη δίποδι μέρος ἀνθρωπονομικὸν ἔτι λειφθὲν μόνον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρωπονομικόν — ἀνθρωπονομικός feeding men masc acc sg ἀνθρωπονομικός feeding men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπονομικῆς — ἀνθρωπονομικός feeding men fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”