- ανθρωπονομικός
- ἀνθρωπονομικός, -ή, -όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α)ανθρωπονομική (τέχνη)η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους«τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος ἀνθρωπονομικῆς», «τὸ δ' ἀπὸ τούτου τμῆμα, ἐπὶ ποίμνη δίποδι μέρος ἀνθρωπονομικὸν ἔτι λειφθὲν μόνον».
Dictionary of Greek. 2013.